- σεξτέτο
- και σεστέτο και σεστέττο, το, Νμουσ. σύνθεση για έξι όργανα ή έξι φωνές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sestetto < ιταλ. sesto «έξι» < λατ. sex «έξι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… … Dictionary of Greek
σεστέτο — και σεστέττο, το, Ν βλ. σεξτέτο … Dictionary of Greek
σετάντε — το, Ν άκλ. ναυτ. ο εξάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sestante (βλ. λ. σεξτέτο)] … Dictionary of Greek
σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη … Dictionary of Greek
Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Γιάκομπ Λούντβιχ Φέλιξ — (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, Αμβούργο 1809 – Λειψία 1847). Γερμανός συνθέτης. Ήταν εγγονός του φιλόσοφού Μόζες Μ. (βλ. λ.), αν και η οικογένειά του είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό. Έμαθε να παίζει πιάνο με τη μητέρα του τελειοποίησε… … Dictionary of Greek
Ρέγκερ, Mαξ — (Reger, Μπραντ, Βαυαρία 1873 – Λιψία 1916). Γερμανός συνθέτης. Παράλληλα με τη μακρόχρονη εργασία του ως καθηγητή (δίδασκε πιάνο, αντίστιξη και σύνθεση στο Βισμπάντεν, το Μόναχο και τη Λιψία) και τις εκλεκτές εμφανίσεις του ως πιανίστα, οργανίστα … Dictionary of Greek